ἴσως

ἴσως
ἴσως, [dialect] Lacon. [full] ϝίὡρ (v. βίωρ), Adv. of ἴσος,
A equally, in like manner, Sapph.Supp.25.11, S.Ph.758, Pl.Lg.805a, etc.; ὡς ἰσαίτατα ib.744c; evenly, Hp.Off.3.
II equally, with reference to equality,

τὸ ὀρθὸν ληπτέον ἴσως Arist.Pol.1283b40

; fairly, equitably, ἴ. καὶ κοινῶς Aen. Tact.22.24;

οὐκ ἴ. οὐδὲ πολιτικῶς D.10.74

;

μηδὲν ἴ. καὶ δικαίως φρονοῦντας D.H.10.40

;

οὐκ ἴσως χρήσασθαί τινι Plb.23.2.7

.
III probably, perhaps, Alc.Supp.33, Hdt.6.124, A.Pr.319, S.Ph.144, Pl. Grg.473b, etc.;

ἴ. που E.El.518

;

οὔτε συμφόρως οὔτ' ἴ. καλῶς D.5.10

;

οὐκ ἴσως, ἀλλ' ὄντως Pl.Lg.965c

: ironical,

σμικρά γε ἴ. προσθήκη Id.R.339b

: freq. joined with ἄν or τάχ' ἄν, e.g. S.Aj.691, 1009, Pl.Ap. 31a;

ἀμφισβητοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα Arist.Rh. 1389b18

: ἴσως without ἄν c. opt. is f.l. in A.Supp.727, E.IT1055; ἴ. μέν . . , ἴ. δέ . . perhaps so or so, X.Cyr.4.3.2: repeated

ἴ., ἴ. Ar.Nu. 1320

, D.3.33: used to soften or qualify a positive assertion, S.OC661, Ar.Ra.224, Pl.Phd.61c, Phdr.233e, Arist.Metaph.987a26, etc.
IV with numerals, about, Ar.Pl.1058, Damox.3.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ίσως — επίρρ. διστακτικό, πιθανόν: Ίσως έρθω. – Αν ίσως μετανιώσεις, θα σε περιμένω πάλι. – Ίσως βρέξει αύριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἴσως — ἴσος equal adverbial ἴσος equal masc acc pl (doric) ἴ̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἴ̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) ἴσως equally indeclform (adverb) ἴ̱σως , ἰσόω make equal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσόω make equal… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ίσως — ἀΐσως , ἄισος unlike adverbial ἀΐσως , ἄισος unlike masc/fem acc pl (doric) ἐΐσως , ἔισος alike adverbial ἐΐσως , ἔισος alike masc acc pl (doric) ἐί̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἐί̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσως — Ἴ̱σως , Ἶσος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”